καθομολόγηση

καθομολόγηση
[-ις (-εως)], καθομολόγία η полное признание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καθομολόγηση" в других словарях:

  • καθομολόγηση — η 1. ανεπιφύλακτη αποδοχή, δόσιμο όρκου 2. φρ. α) «καθομολόγηση πίστεως» υπόσχεση πίστεως β) «καθομολόγηση ιατρού» ο όρκος που δίνεται από πτυχιούχο τής ιατρικής, με τον οποίο αυτός ομολογεί πίστη και αφοσίωση στην ιπποκρατική δεοντολογία γ)… …   Dictionary of Greek

  • καθομολογήσηι — καθομολογήσῃ , καθομολογέω confess aor subj mid 2nd sg καθομολογήσῃ , καθομολογέω confess aor subj act 3rd sg καθομολογήσῃ , καθομολογέω confess fut ind mid 2nd sg καθομολογήσῃ , καθομολογέω confess aor subj mid 2nd sg καθομολογήσῃ , καθομολογέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθομολογία — η (Α καθομολογία) [καθομολογώ] δέσμευση, αποδοχή, καθομολόγηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»